- ἠθαλέος
- ἠθᾰλέος, η, ον, ([etym.] ἦθος)A accustomed,
εὐναί Opp.C.2.307
; [ταῦροι] ib. 88, cf. Epigr.Gr.1035.23 (Pergam.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
εὐναί Opp.C.2.307
; [ταῦροι] ib. 88, cf. Epigr.Gr.1035.23 (Pergam.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ηθαλέος — ἠθαλέος, η, ον (Α) 1. συνηθισμένος 2. (για ζώα) τιθασευμένος, εξημερωμένος, ήμερος («ἠθαλέοι ταῡροι», Οππ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ήθος + κατάλ. αλέος (πρβλ. νυστ αλέος, φρικ αλέος)] … Dictionary of Greek
ἠθαλέοιο — ἠθαλέος accustomed masc/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἠθάλεοι — ἠθαλέος accustomed masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἠθαλέας — ἠθαλέᾱς , ἠθαλέος accustomed fem acc pl ἠθαλέᾱς , ἠθαλέος accustomed fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)